- καθομιλώ
- (Α καθομιλῶ, -έω)νεοελλ.(μόνον ο τ. τού θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η καθομιλουμένηη γλώσσα που χρησιμοποιεί στην ομιλία του ο λαός, η δημοτική, σε αντίθ. προς την καθαρεύουσααρχ.1. προσελκύω κάποιον, κερδίζω κάποιον με την καθημερινή συναναστροφή, αποκτώ την εύνοια2. έρχομαι σε επικοινωνία, συναναστρέφομαι, σχετίζομαι («καθωμίλει τῷ πλήθει», Διόδ.)3. παθ. καθομιλοῡμαι, -έομαια) συναναστρέφομαιβ) είμαι κοινώς παραδεδεγμένος («ἡ καθωμιλημένη δόξα περὶ αὐτοῡ» — η διαδεδομένη γνώμη γι' αυτόν, Πολ.)4. φρ. «καθομιλῶ τοὺς καιρούς» — φέρομαι κατά τις περιστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὁμιλῶ].
Dictionary of Greek. 2013.